
Blog

Ο σημαντικός ρόλος του επιστήμονα διαιτολόγου – διατροφολόγου στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας
Κωνσταντίνος Ξένος
Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος M.Sc.
M.Sc. in Nutritional Medicine – University of Surrey
Ο επιστήμονας διαιτολόγος – διατροφολόγος καλείται πολύ συχνά να ξεκαθαρίσει και να επαναπροσδιορίσει αρχές και θεωρίες, οι οποίες αφορούν στη παχυσαρκία και σε δεύτερο επίπεδο να προτείνει λύσεις και μεθόδους.
Να ξεκαθαρίσει για παράδειγμα πως η παχυσαρκία αφορά την υπερβολική συσσώρευση λιπώδους ιστού και όχι απλά βάρους και άρα για να προσδιορισθεί ο βαθμός παχυσαρκίας θα έπρεπε κανονικά να μετρηθεί το ποσό του λίπους και όχι να ανέβει απλά κάποιος στη ζυγαριά.
Να ξεκαθαρίσει επίσης πως η πλειονότητα των περιπτώσεων παχυσαρκίας δεν οφείλεται σε ενδοκρινικά ή άλλα νοσήματα, αλλά σε αυξημένη πρόσληψη θερμίδων σε σχέση με τις ανάγκες του οργανισμού. Και βέβαια να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο πως κανείς θα προλάβει την παχυσαρκία και όχι στο πως θα την αντιμετωπίσει, μια και όπως δεκάδες επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες υποδεικνύουν όταν κάποιος γίνει παχύσαρκος, πρέπει να καταβάλει σημαντικά περισσότερες προσπάθειες για να αδυνατίσει από εκείνον που απλά προσπαθεί να διατηρήσει ένα ιδανικό βάρος. Βλέπετε το σώμα του παχύσαρκου αντιδρά δύστροπα και έντονα σε κάθε προσπάθεια αλλαγής, ενώ έρευνες δείχνουν πως ο μεταβολικός μηχανισμός σε ένα παχύσαρκο άτομο λειτουργεί προσπαθώντας συνέχεια να εξοικονομήσει ενέργεια , πολλαπλασιάζοντας έτσι τη δυσκολία για αδυνάτισμα. Για παράδειγμα τα ερυθρά αιμοσφαίρια των παχύσαρκων, παρουσιάζουν ελάττωση του ρυθμού της λειτουργίας της αντλίας νατρίου, με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση ενέργειας. Ακόμα η αύξηση του μεταβολισμού που ακολουθεί τη λήψη της τροφής (το θερμικό αποτέλεσμα της τροφής), είναι μικρότερη στα παχύσαρκα άτομα από ότι στα ισχνά. Και βέβαια ας μην ξεχνάμε πως ο αυξημένος αριθμός των λιποκυττάρων (κάτι που συντελείται όταν κάποιος παχαίνει κατά την παιδική του ηλικία και χαρακτηρίζεται ως υπερπλαστική παχυσαρκία), συνεπάγεται εντονότερο ερεθισμό των κέντρων του υποθαλάμου, με αποτέλεσμα την αυξημένη λήψη τροφής και συνεπώς τη διατήρηση της παχυσαρκίας. Βλέπουμε λοιπόν πως σημαντικό μέρος της έρευνας πρέπει να επικεντρωθεί στο πως θα αποφύγουμε την παχυσαρκία και όχι στο πως απλά θα την αντιμετωπίσουμε. Εδώ λοιπόν έρχεται να παίξει σημαντικό ρόλο, η αρωγή των γονιών στη διατροφική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους και όχι μόνο. Ένα απο τα σημαντικότερα μαθήματα στο γυμνάσιο και το λύκειο, αυτό της διατροφής δυστυχώς είτε δεν διδάσκεται είτε υπολείπεται σε βαρύτητα και ευρύτητα έναντι άλλων, λιγότερο ουσιωδών. Η σωστή διατροφή πρέπει να γίνει βίωμα στο μικρό παιδί προκειμένου να έχει διάρκεια (όπως άλλωστε και η γυμναστική). Το να προσπαθήσει ένας 40άρης με χρόνια λανθασμένες διατροφικές συνήθειες να μάθει να αφιερώνει χρόνο και ουσία στο πρωινό του γεύμα είναι σίγουρα δύσκολο (και σε μερικές περιπτώσεις ανέφικτο). Όταν όμως κάποιος μάθει από μικρή ηλικία να «λειτουργεί» με ένα πλήρες δομημένο πρωινό, είναι αντιστοίχως δύσκολο να αποδεσμευτεί αυτής του της καλής συνήθειας σε όλη του τη ζωή.
Ας δώσουμε λοιπόν έμφαση στη διατροφική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, τόσο οι επιστήμονες διαιτολόγοι όσο και η πολιτεία μέσω εγκεκριμένων φορέων και ας σταματήσουμε να ψάχνουμε για μαγικές λύσεις όταν το πρόβλημα έχει εδραιωθεί, «λύσεις» που συχνά διαιωνίζουν το πρόβλημα της παχυσαρκίας συνεισφέροντας μόνο στο πορτοφόλι μερικών επιτήδειων.